- διατηρητικός
- -ή, -ό (Α διατηρητικός, -ή, -όν)ο κατάλληλος, ο αρμόδιος να διατηρεί, να διαφυλάσσειαρχ.το ουδ. ως ουσ. το διατηρητικόνη διατήρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατηρητικά — διατηρητικός disposed for keeping neut nom/voc/acc pl διατηρητικά̱ , διατηρητικός disposed for keeping fem nom/voc/acc dual διατηρητικά̱ , διατηρητικός disposed for keeping fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατηρητικόν — διατηρητικός disposed for keeping masc acc sg διατηρητικός disposed for keeping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατηρητικοί — διατηρητικός disposed for keeping masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)